- κρυφοδαγκανιάρης
- α, ικο коварный, вероломный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφοδαγκανιάρης — α, ικο [κρυφοδαγκάνω] 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα … Dictionary of Greek
κρυφοδαγκανιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που δαγκάνει κρυφά. 2. αυτός που ύπουλα βλάφτει άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφοδάγκωτος — η, ο [κρυφοδαγκώνω] 1. κρυφοδαγκανιάρης 2. αυτός που δαγκώθηκε κρυφά, κρυφοδαγκωμένος … Dictionary of Greek
κρυφοδάκτης — κρυφοδάκτης, ὁ (Μ) [κρυφοδακώ] αυτός που δαγκώνει κρυφά, κρυφοδαγκανιάρης … Dictionary of Greek
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek
λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… … Dictionary of Greek